Πετρόπουλος

Πετρόπουλος
Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ιερόθεος. Ηγούμενος του Μεγάλου Σπηλαίου. Όταν μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, στάλθηκε στην Πελοπόννησο για να συγκεντρώσει χρήματα. Πήρε μέρος σε διάφορες μάχες και τιμήθηκε με αριστείο. Πέθανε το 1850. 2. Ιωάννης. Πήρε μέρος στην πολιορκία και άλωση του Ναυπλίου, ως διοικητής αποσπάσματος στρατιωτικών στη δεύτερη πολιορκία της Κορίνθου και στις μάχες κατά του Δράμαλη και του Ιμπραήμ. Μετά την Επανάσταση εγκαταστάθηκε στη Μεγαλόπολη και διετέλεσε δήμαρχός της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Πετρόπουλος, Γεώργιος — (1897 – 1964). Νομομαθής, καθηγητής του πανεπιστήμιου της Αθήνας. Διετέλεσε διαδοχικά διευθυντής του Αρχείου Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και νομικός σύμβουλος της Τράπεζας της Ελλάδας. Ειδικεύτηκε στη παπυρολογία… …   Dictionary of Greek

  • Petropoulos — Antonios Petropoulos Spielerinformationen Voller Name Antonios Petropoulos Geburtstag 28. Januar 1986 Geburtsort Athen, Griechenland Position Stürmer Vereine als Aktiver1 …   Deutsch Wikipedia

  • Antonis Petropoulos — Antónis Petrópoulos Antónis Petrópoulos Pas d image ? Cliquez ici. Situation actuelle Club actuel …   Wikipédia en Français

  • Antónis Petrópoulos — Pas d image ? Cliquez ici. Situation actuelle Club actuel …   Wikipédia en Français

  • Kostas Petropoulos — ( el. Κώστας Πετρόπουλος) is a Greek professional basketball coach and a retired professional basketball player. He has been the coach of the Greek National Squad …   Wikipedia

  • Antonios Petropoulos —  Antonios Petropoulos Spielerinformationen Voller Name Antonios Petropoulos Geburtstag 28. Januar 1986 Geburtsort Athen, Griechenland Position St …   Deutsch Wikipedia

  • Rebético — Saltar a navegación, búsqueda El Rebético (griego: Ρεμπέτικο o Ρεμπέτικη μουσική música rebética ) es un género musical griego cuyas raíces se encuentran en la música griega de mediados del siglo XIX de la costa occidental de Asia Menor y… …   Wikipedia Español

  • λαογραφία — Η επιστήμη που μελετά το σύνολο των εκδηλώσεων και των φαινομένων ενός λαϊκού πολιτισμού (ήθη, έθιμα, τέχνη, λογοτεχνία, υλικό βίο κ.ά.). Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει η αγγλική λέξη folkore (σύνθεση των λέξεων folk = λαός, και lore =… …   Dictionary of Greek

  • ΕΔΕΣ — (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος). Πολιτική και στρατιωτική αντιστασιακή οργάνωση, που έδρασε κατά την περίοδο της Κατοχής. Ιδρύθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 1941, αλλά ουσιαστικά η ίδρυσή της πρέπει να τοποθετηθεί στις 15 Οκτωβρίου του ίδιου …   Dictionary of Greek

  • κλέφτικα τραγούδια — Κατηγορία δημοτικών τραγουδιών, που δημιουργήθηκαν κυρίως μετά τον 16o αι., όταν εκδηλώθηκε έντονα η επαναστατική δράση των κλεφταρματολών κατά των Τούρκων κατακτητών. Τα συνέθεταν συνήθως λαϊκοί τραγουδιστές και τα τραγουδούσαν στις πόλεις και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”